- ὑπόδυμα
- ὑπόδυμα, ατος, τό,A tunic, undergarment, IG5(1).1390.19 (Andania, i B. C.): Medic., = ὑπεζωκὼς χιτών, the lining membrane of the chest (pleura), Cael.Aur.TP1.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπόδυμα — ύματος, τὸ, Α [ὑποδύω] 1. ανατ. διάφραγμα, υπόζωμα 2. ένδυμα, υποδύτης … Dictionary of Greek
ὑποδύμασιν — ὑπόδυμα tunic neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιά — Σκοτεινή ή μειωμένης φωτεινότητας περιοχή, που διαγράφεται πάνω σε μια επιφάνεια ανοιχτού χρώματος από την παρεμβολή ενός αδιαφανούς σώματος ανάμεσα στην επιφάνεια αυτή και σε μια φωτεινή πηγή. Η σκιά αυτή είναι σαφής στις διαστάσεις της, μόνο… … Dictionary of Greek